καταδεεστερως

καταδεεστερως
    καταδεεστέρως
    крайне бедно (слабо), весьма неважно
    

(ἔχειν περί τι Dem. и πρός τι Arst.)

    οἱ καταδεέστερον πράττοντες Isocr. — те, кто победнее, неимущие


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καταδεεστερως" в других словарях:

  • καταδεεστέρως — καταδεής wanting in masc acc comp pl (doric) καταδεής wanting in comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»